πανθαμάρτητος

πανθαμάρτητος
πανθαμάρτητος, ον (πᾶς [*παντ], ἁμάρτημα) altogether sinful, subst. pl. people steeped in sin B 20:2; D 5:2.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πανθαμάρτητος — και πανταμάρτητος, ον, Α πάρα πολύ αμαρτωλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ἁμαρτάνω (πρβλ. δυσ αμάρτητος)] …   Dictionary of Greek

  • παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”